στάμα

στάμα
τό
1) корзины с прессованными маслинами; 2) капля; 3) продукт дистилляции

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "στάμα" в других словарях:

  • στάμα — (I) τὸ, Μ 1. το μέρος όπου στέκεται κάποιος 2. η θέση τού αυτοκράτορα στον ιππόδρομο 3. ανάπαυλα, διακοπή, σταμάτημα («ἐν ὅλῃ τῇ ἡμέρᾳ ἔσχε στάμα ὁ πόλεμος», Θεοφάν. Ομ.) 4. στον πληθ. τὰ στάματα τα πλευρά τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στă τού… …   Dictionary of Greek

  • στάμα — το ποσότητα πολτού ελιάς που χωράει κάθε φορά στο πιεστήριο του ελαιοτριβείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στάμαν — στάμᾱν , ἵστημι make to stand aor ind mid 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάγμα — το, ΝΜΑ, και στάμα Ν η σταγόνα καθώς πέφτει, η σταλαγματιά (α. «στάγματα τού κεριού» β. «μελιτείω στάγματι πειθόμενον», Φίλιππ. Θεσσ.) νεοελλ. 1. απόσταγμα 2. η στήλη που σχηματίζουν στο ελαιοτριβείο τα κοφίνια με τον πολτό από τις ελιές μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

  • σταματώ — σταματῶ, άω, ΝΜ, και σταματίζω Ν [στάμα, ατος] (αμτβ.) παύω να κινούμαι, να λειτουργώ, να ενεργώ (α. «το ρολόι σταμάτησε» β. «σταμάτησε η βροχή» γ. «σταμάτησε η καρδιά του» δ. «πηδούν και σταματίζουν», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) α) κάνω κάποιον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»